- βαπτιστῶν
- βαπτιστήςone that dipsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβυθιστής — ο [καταβυθίζω] 1. αυτός που καταβυθίζει κάτι 2. θεολ. στον πληθ. οι Καταβυθιστές ονομασία οπαδών μιας παραλλαγής τής χριστιανικής αίρεσης τών Βαπτιστών ή Αναβαπτιστών η οποία αναπτύχθηκε ιδίως στη Γερμανία κατά τον 17ο αιώνα … Dictionary of Greek
Άντερσον, Μάριαν — (Marian Anderson, Φιλαδέλφεια, ΗΠΑ 1897 – 1993). Αμερικανίδα μεσόφωνος. Μικρή τραγουδούσε σε χορωδία Βαπτιστών. Το 1925, ύστερα από έναν επιτυχή διαγωνισμό, εξασφάλισε μία εμφάνιση με τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, εγκαινιάζοντας έτσι τη… … Dictionary of Greek
Κέρι, Γουίλιαμ — (William Carey, 1761 – 1834). Άγγλος προτεστάντης ιεραπόστολος και γλωσσολόγος. Διακρίθηκε για το ιεραποστολικό του έργο στις Ινδίες, όπου ίδρυσε το 1792 την Εταιρεία των Βαπτιστών Ιεραποστόλων και μελέτησε τις ινδικές γλώσσες και την ινδική… … Dictionary of Greek
Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ — (Martin Luther King, Ατλάντα, Τζόρτζια 1929 – Τενεσί, Μέμφις 1968). Αφροαμερικανός πολιτικός, κοινωνικός αγωνιστής και συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του Κ. συνδέθηκαν στενά με το φυλετικό πρόβλημα των ΗΠΑ και την ισότητα των Αφροαμερικανών, για… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek